ἄγριος

ἄγριος
ἄγριος, α, ον, Od.9.119; also ος, ον (not in Trag. or com). Il.19.88, Phoc.3.6, Pl.Lg.824a, Theoc.22.36: [comp] Comp.
A

-ώτερος Th.6.60

: [comp] Sup.

-ώτατος Pl.R.564a

([etym.] ἀγρός): living in the fields, wild, savage.
I of animals, opp. τιθασός ἥμερος, wild,

βάλλειν ἄγρια πάντα Il.5.52

; αἶξ, σῦς, 3.24, 9.539; even of flies,

ἄ. φῦλα, μυίας 19.30

; ἵπποι, ὄνοι, etc., Hdt.7.86
, etc.; ἄ. τέρας, of a bull, E.Hipp.1214;

ἄ. θηρία X.An. 1.2.7

; of men, living in a wild state, Hdt.4.191.
2 of trees, opp. ἥμερος, wild, Pi.Fr.46, Hdt.4.21, etc.; μητρὸς ἀγρίας ἄπο ποτόν of the wild vine, A.Pers.614, cf. Arist.Pr.896a8;

ἄ. ἔλαιον S.Tr.1197

;

ὕλη Id.OT476

, etc.;

μέλι Ev.Matt.3.4

.
3 of countries, wild, uncultivated, Pl.Phd.113b, Lg.905b.
II mostly of men, beasts, etc.:
1 in moral sense, savage, fierce, Il.8.96, Od.1.199, etc., cf. Ar.Nu.567;

δεσπότης Pl.R.329c

;

ἄ. καὶ ἀπαίδευτος Id.Grg.510b

;

ἄγριε παῖ καὶ στυγνέ Theoc.23.19

, cf. 2.54; ἄ. κυβευτής a passionate gambler, Men.965; esp. of παιδερασταί, Ar.Nu.349 (cf. Sch. ad loc.), Aeschin.1.52, Aen. Gaz.Thphr. p.14 B.
2 of temper, wild, fierce, θυμός, χόλος, Il.9.629, 4.23;

λέων δ' ὥς, ἄγρια οἶδεν 24.41

; ἄ. πτόλεμος, μῶλος, 17.737,398;

ἄγριος ἄτη 19.88

; ἄ. ὁδοί cruel ways or counsels, S.Ant.1274;

ὀργή OT344

([comp] Sup.);

ἀγριώτατα ἤθεα Hdt.4.106

;

ἔρωτες Pl.Phd.81a

;

φιλία Id.Lg.837b

, cf. R.572b, etc.; τὸ ἄ. savageness, Id.Cra.394e; ἐς τὸ -ώτερον to harsher measures, Th. l.c.
3 of things, circumstances, etc., cruel, harsh,

δεσμά A.Pr. 177

; νὺξ -ωτέρη wild, stormy,
Hdt.8.13;

δουλεία Pl.R.564a

; σύντασις ἀ. a violent strain, Id.Phlb.46d; ἄ. βάρος, of strong, hot wine, Ar.Fr.351.
b ἀ. νόσος, prob., malignant, S.Ph.173,265;

ἄ. ἕλκος Bion 1.16

.
III Adv. -ίως, savagely, A.Eu.972, Ar.V.705; ἄγρια δερκομένω, παίσδων, Hes.Sc.236, Mosch.1.11. [[pron. full] Hom.; [pron. full] in trim., [pron. full] in lyr. A. and S.; ᾱ?ἄγριοςX E.; [pron. full] metri grat., where the ult. is long, Il.22.313 (nisi leg. ἀγρίοο).]

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἄγριος — living in the fields masc nom sg ἄγριος living in the fields masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄγριος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγριος — Εκείνος που ζει στα χωράφια και γενικά σε απομονωμένες περιοχές, ο απολίτιστος, αυτός που δεν έχει εξημερωθεί. Ο χαρακτηρισμός ά. συνηθίζεται κυρίως προκειμένου να επισημανθούν οι κάτοικοι ορισμένων περιοχών της Αφρικής και της Πολυνησίας, που… …   Dictionary of Greek

  • άγριος — α, ο 1. για ζώα, αυτά που δεν έχει εξημερώσει ο άνθρωπος. 2. για φυτά, αυτά που δεν καλλιεργούνται, τα αυτοφυή: Αγόρασα αγριοράδικα. 3. για ανθρώπους, αυτοί που μένουν απολίτιστοι, βάρβαροι: Οι άγριοι της Αφρικής. 4. γενικά για άψυχα, αυτά που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άγριος πεύκος — ο το αγριόπευκο* …   Dictionary of Greek

  • άγριος σόχος — ο ο αγριοζοχός* …   Dictionary of Greek

  • άγριος αγιασμός — Κοινή ονομασία των φυτών μέντα η μακρόφυλλος και μέντα η πρασίνη (βλ. λ. μέντα, δυόσμος) …   Dictionary of Greek

  • ζαμπούκος, άγριος — Φυτό της οικογένειας των βαλεριανιδών. Είναι γνωστό και με την επιστημονική ονομασία νάρδος η κονδυλόρριζοςβαλεριάνα η διοσκουρίδειος. Πρόκειται για πολυετή πόα, με βλαστό όρθιο και φύλλα με αραιό τρίχωμα. Τα άνθη της είναι ρόδινα ή άσπρα. Απαντά …   Dictionary of Greek

  • ζοχός, άγριος — Φυτό της οικογένειας των συνθέτων. Η επιστημονική ονομασία του είναι ελμίνθια εχιδιοειδής (helminthia echioides) και ουρόσπερμα το πικριδιοειδές (urospermum picroides). Πρόκεται για μονοετή πόα, με βλαστό ύψους 10 40 εκ., όρθια και διακλαδισμένη …   Dictionary of Greek

  • ἀγριώτερον — ἄγριος living in the fields adverbial comp ἄγριος living in the fields masc acc comp sg ἄγριος living in the fields neut nom/voc/acc comp sg ἄγριος living in the fields masc acc comp sg ἄγριος living in the fields neut nom/voc/acc comp sg ἄγριος… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγρι(ο)- — [άγριος] θέμα τού επιθέτου άγριος. Χρησιμοποιείται ως πρώτο συνθετικό για να δηλώσει: 1. αυτόν που ζει στους αγρούς σε άγρια κατάσταση, αυτόν που δεν εξημερώθηκε, τον ατίθασο (αγριόγατα, αγριοδάμαλο, αγριοκάτσικο) 2. αυτόν που δεν καλλιεργείται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”